- Καβάλα
- η Кавала (ном и город в Македонии)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Καβάλα — Καβάλᾱ , Κάβαλα fem nom/voc/acc dual Καβάλᾱ , Καβάλης masc acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κάβαλα — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καβάλα — Πόλη (υψόμ. 53 μ., 58.663 κάτ.) και λιμάνι της Μακεδονίας, πρωτεύουσα του νομού Κ. και έδρα του ομώνυμου δήμου. Η Κ. είναι χτισμένη αμφιθεατρικά –ο αρχικός πυρήνας της πόλης είναι χτισμένος σε δύο λόφους, που τους ενώνει το παλιό μνημειώδες… … Dictionary of Greek
καβάλα — επίρρ., καβαλητά, καβαλικευτά: Καβάλα πάν στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε (δημ. τραγ.). η (λ. λατ.) 1. ιππασία: Έπειτα από πολλές προσπάθειες έμαθα καβάλα. 2.το ιππικό, οι καβαλάρηδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Καβάλα — Sp Kavalà Ap Καβάλα/Kavala L įl., mst. ir nomas ŠR Graikijoje … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Καβάλα — η πόλη της ανατολικής Μακεδονίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Νέα Καβάλα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 25 μ.) του νομού Κιλκίς … Dictionary of Greek
Παλαιά Καβάλα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ.) του νομού Καβάλας. Βρίσκεται προς το κέντρο του νομού και σε απόσταση 17 χλμ. B της Καβάλας, έδρα του ομώνυμου δήμου … Dictionary of Greek
Καβάλας — Καβάλᾱς , Κάβαλα fem acc pl Καβάλᾱς , Κάβαλα fem gen sg (doric aeolic) Καβάλᾱς , Καβάλης masc acc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Kavala — Καβάλα Kavala … Wikipedia Español
Βερούλη, Άννα — (Καβάλα 1957 –). Πρωταθλήτρια στίβου. Η Β. υπήρξε η αθλήτρια που συνέβαλε με τις διακρίσεις της στην αναγέννηση του ελληνικού αθλητισμού και στην προσέλκυση περισσότερων γυναικών στα στάδια του στίβου. Μεγάλωσε στην Καβάλα και εντάχθηκε στο… … Dictionary of Greek